abêtissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bɛ.tis.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abêtissement abêtissements

abêtissement (fr) αρσενικό

  1. νωθρότητα
  2. η αποβλάκωση