abadée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abadée abadées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abadée (fr) θηλυκό

  1. η επίπληξη
  2. ο καβγάς