abaissable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abaissable abaissables

Επίθετο

[επεξεργασία]

abaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να κατεβαστεί, να κατεβεί
    couvercle abaissable - σκέπασμα που κατεβαίνει

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη abaisser