abandoned

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός abandoned
συγκριτικός more abandoned
υπερθετικός most abandoned

abandoned (en)

  • εγκαταλελειμμένος
    an old abandoned house - ένα παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι
    The injured man was found abandoned a long time after the accident.
    Ο τραυματίας βρέθηκε εγκαταλελειμμένος πολλή ώρα μετά το ατύχημα.
     συνώνυμα:  derelict, deserted και forlorn

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

abandoned (en)