abarbicato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abarbicato < abbarbicato
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abarbicato | abarbicati |
θηλυκό | abarbicata | abarbicate |
abarbicato (it)