abasie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abasie abasies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abasie (fr) θηλυκό