abat-chauvée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abat-chauvée abat-chauvées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abat-chauvée (fr) θηλυκό