abat-son
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abat-son | abat-sons |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abat-son (fr) αρσενικό
- σύνολο από ξύλινα ελάσματα με τα οποία σκεπάζονται οι οπές κωδωνοστασίου έτσι ώστε ο ήχος από τις καμπάνες να κατευθύνεται προς το έδαφος