abbreviatory

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abbreviatory < abbreviat(e) + -ory

Επίθετο

[επεξεργασία]

abbreviatory (en)