abordable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bɔʁ.dabl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abordable abordables

abordable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  aborder