abornement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bɔʁn.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abornement abornements

abornement (fr) αρσενικό