abouchement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.buʃ.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abouchement abouchements

abouchement (fr) αρσενικό