aboutement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.but.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aboutement aboutements

aboutement (fr) αρσενικό