aboutissant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aboutissant < aboutir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aboutissant aboutissants

aboutissant (fr) αρσενικό

  • (λόγιο) η κατάληξη μιας υπόθεσης
    • La civilisation au sein de laquelle nous vivons apparaît comme l’aboutissant final de l’effort humain. (Alfred Naquet ; « Vers l’union libre » -1908)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]