aboyant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aboyant | aboyants |
θηλυκό | aboyante | aboyantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]aboyant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aboyant | aboyants |
θηλυκό | aboyante | aboyantes |
aboyant (fr)