abrupt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]abrupt < λατινική abruptus < abrumpo < ab + rumpo
Επίθετο
[επεξεργασία]abrupt (en)
- απότομος (για τρόπους)
- an abrupt answer
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abrupt | abrupts |
abrupt (fr) αρσενικό ή θηλυκό