absurde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ap.syʁd/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
absurde absurdes

absurde (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

absurde (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]