acțiune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acțiune (ro) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του acțiune
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o acțiune | acțiunea | nişte acțiuni | acțiunile |
γενική | a unei acțiuni | acțiunii | a unor acțiuni | acțiunilor |
δοτική | a unei acțiuni | acțiunii | a unor acțiuni | acțiunilor |
αιτιατική | o acțiune | acțiunea | nişte acțiuni | acțiunile |
κλητική | — | - | — | - |