accablement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ka.blə.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
accablement | accablements |
accablement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accablement | accablements |
accablement (fr) αρσενικό