accablement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ka.blə.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accablement accablements

accablement (fr) αρσενικό