accastillage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
accastillage accastillages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accastillage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]