accused

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accused (en)

  • (the accused) ο κατηγορούμενος, ο υπόδικος
    The accused presented himself to the investigator to apologize.
    Ο κατηγορούμενος παρουσιάστηκε στον ανακριτή για να απολογηθεί.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

accused (en)