achievability

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

achievability (en)

  1. το εφικτό, η δυνατότητα να επιτευχθεί κάτι
    the achievability of proficiency - το εφικτό της δεξιοτεχνίας