achievability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]achievability (en)
- το εφικτό, η δυνατότητα να επιτευχθεί κάτι
- the achievability of proficiency - το εφικτό της δεξιοτεχνίας