acolyte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acolyte (en)
- ακόλουθος, παραστάτης (συνήθως όχι νεωκόρος)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
acolyte | acolytes |
acolyte (fr) αρσενικό
- ο μπράβος, το πρωτοπαλίκαρο