acolyte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acolyte (en)

  • ακόλουθος, παραστάτης (συνήθως όχι νεωκόρος)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
acolyte acolytes

acolyte (fr) αρσενικό