administrateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- administrateur < λατινική administrator
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ad.mi.nis.tʁa.tœʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | administrateur | administrateurs |
θηλυκό | administratrice | administratrices |
administrateur (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη administrer