admissible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός admissible
συγκριτικός more admissible
υπερθετικός most admissible

Επίθετο

[επεξεργασία]

admissible (en)

  • παραδεκτός, επιτρεπτός, που μπορεί να επιτραπεί ή να γίνει αποδεκτό, ειδικά στο δικαστήριο
    admissible evidence - παραδεκτή μαρτυρία
    an admissible speed - επιτρεπτή ταχύτητα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allowable

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
admissible admissibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

admissible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]