afferent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: efferent

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

afferent < λατινική adferens < adferre < ad (προς, εις) + ferre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

afferent

Επίθετο

[επεξεργασία]

afferent

  • (νευρολογία) προσαγωγός, προσαγωγικός, εισάγων, εισαγόμενος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]