aglio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aglio < (κληρονομημένο) λατινική alium
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aglio (it)
Πηγές
[επεξεργασία]- aglio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).