air out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας air out
γ΄ ενικό ενεστώτα airs out
αόριστος aired out
παθητική μετοχή aired out
ενεργητική μετοχή airing out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
air out < → δείτε τις λέξεις air και out

air out (en)