alert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
alert < (άμεσο δάνειο) γαλλική alerte

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /əˈlɜːt/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: a‐lert

Επίθετο

[επεξεργασία]

alert (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alert alerts

alert (en)

  1. ειδοποίηση
  2. συναγερμός

alert (en)