allow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας allow
γ΄ ενικό ενεστώτα allows
αόριστος allowed
παθητική μετοχή allowed
ενεργητική μετοχή allowing

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /əˈlaʊ/
 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

allow (en)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]