allude to

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας allude to
γ΄ ενικό ενεστώτα alludes to
αόριστος alluded to
παθητική μετοχή alluded to
ενεργητική μετοχή alluding to

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
allude to < → δείτε τις λέξεις allude και to

allude to (en)

  • υπαινίσσομαι, αναφέρω κάτι με έμμεσο τρόπο
    He alluded to her past.
    Υπαινίχθηκε το παρελθόν της.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη allude