alphanumérique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /al.fa.ny.me.ʁik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alphanumérique alphanumériques

alphanumérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό