amaze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας amaze
γ΄ ενικό ενεστώτα amazes
αόριστος amazed
παθητική μετοχή amazed
ενεργητική μετοχή amazing

amaze (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]