ami

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ami < λατινική amicus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.mi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ami amis

ami (fr) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
 
ρήμα ami
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας amas amanta amata
αόριστος amis aminta amita
μέλλοντας amos amonta amota
υποθετική amus - -
προστακτική amu - -

ami (eo)