analogue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

analogue (en)

  1. ανάλογος
  2. αναλογικός
  3. συναφής

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
analogue analogues

analogue (fr) αρσενικό ή θηλυκό