anfete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλοσαξονικά (ang)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- anfete < an- + -fete < πρωτογερμανική *fōts < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds (πούς, πόδι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈɑːnˌfeː.te/
Επίθετο
[επεξεργασία]anfete (en)