angel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Angel, ángel, ängel
      ενικός         πληθυντικός  
angel angels

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angel (en)

  • (θρησκεία) ο άγγελος
    ※  I sit and wait
    Does an angel contemplate my fate?
    And do they know the places where we go
    When we're grey and old? 'Cause I've been told
    That salvation lets their wings unfold.
    Κάθομαι και περιμένω
    Υπάρχει ένας άγγελος που συλλογάται τη μοίρα μου;
    Και ξέρουν τα μέρη που πάμε
    Όταν έχουμε γκριζάρει και είμαστε γέροι; Γιατί μου έχουν πει
    Πως η σωτηρία αφήνει τα φτερά τους να ξεδιπλωθούν.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Angels, (1997) Ρόμπι Γουίλιαμς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angel



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

angel (sl)