aptekarz

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) aptekarz aptekarze
γενική (dopełniacz) aptekarza aptekarzy
δοτική (celownik) aptekarzowi aptekarzom
αιτιατική (biernik) aptekarza aptekarzy
οργανική (narzędnik) aptekarzem aptekarzami
τοπική (miejscownik) aptekarzu aptekarzach
κλητική (wołacz) aptekarzu aptekarze

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

aptekarz < apteka

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aptekarz (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη apteka