ascend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας ascend
γ΄ ενικό ενεστώτα ascends
αόριστος ascended
παθητική μετοχή ascended
ενεργητική μετοχή ascending

Ρήμα[επεξεργασία]

ascend (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

ανέρχομαι[επεξεργασία]
ανηφορίζω[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]