assesseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
assesseur | assesseurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]assesseur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
assesseur | assesseurs |
assesseur (fr) αρσενικό