asynchrone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
asynchrone asynchrones

Επίθετο

[επεξεργασία]

asynchrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]