at

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: AT

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /æt/

Πρόθεση

[επεξεργασία]

at (en)

  1. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πού είναι κάτι ή κάποιος ή πού συμβαίνει κάτι
    There was no one at home.
    Στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς.
    They are not sitting at the table for food.
    Δεν κάθονται στο τραπέζι για φαγητό.
    I am at the store, do you want anything?
    Είμαι στο μαγαζί, θέλεις τίποτα;
    My friends are at the beach now.
    Οι φίλοι μου είναι στην παραλία τώρα.
    I forgot my book at home.
    Ξέχασα το βιβλίο μου στο σπίτι.
    I saw him at church.
    Τον είδα στην εκκλησία.
  2. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει πού εργάζεται ή σπουδάζει κάποιος
    I work at an office/at an insurance company.
    Δουλεύω σε ένα γραφείο/σε μια ασφαλιστική εταιρία.
    She is studying painting at the School of Fine Arts.
    Σπουδάζει ζωγραφική στη Σχολή Kαλών Tεχνών.
  3. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ώρα που συμβαίνει κάτι
    I will meet you at ten.
    Θα σε συναντήσω στις δέκα.
    She has an appointment at five.
    Έχει ραντεβού στις πέντε.
    At the beginning/at the end of summer.
    Στην αρχή/στο τέλος του καλοκαιριού.
    I like to look at the stars at night.
    Μου αρέσει να βλέπω τα αστέρια τη νύχτα.
    They came at noon and left at midnight.
    Ήρθαν το μεσημέρι κι έφυγαν τα μεσάνυχτα.
  4. σε, χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ηλικία στην οποία κάποιος κάνει κάτι
    He married at the age of 30.
    Παντρεύτηκε σε ηλικία 30 ετών.
  5. προς, πάνω, καταπάνω, δηλώνει κατεύθυνση
    I am looking at the sea/the sky.
    Βλέπω προς τη θάλασσα/τον ουρανό.
    The firefighters pointed their hoses at the flames.
    Οι πυροσβέστες γύρισαν τις μάνικες προς τις φλόγες.
    He rushed at me.
    Όρμησε πάνω μου/κατ' επάνω μου
    He pointed his flashlight at me.
    Γύρισε το φακό του καταπάνω μου.
    Look at me!
    Κοίταξέ με!
     συνώνυμα: toward
  6. με, προς, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ρυθμό, ταχύτητα, τιμή, κτλ.
    He lends at ten percent.
    Δανείζει με δέκα τα εκατό.
    We sell them at 10 euros a kilo
    Πουλάμε προς 10 ευρώ το κιλό.
  7. κατά (τη διάρκεια)
  8. με

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • χρησιμοποιούμε την πρόθεση at για να αναφέρομε στο night γενικά αλλά χρησιμοποιούμε την πρόθεση in για να αναφέρομε στο morning, afternoon, και evening γενικά
    I cannot read at in night.
    Δεν μπορώ να διαβάσω τη νύχτα.
    I eat breakfast in at the morning.
    Τρώω πρωινό το πρωί.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

at (en)

  • συντομογραφία του at sign, το σύμβολο @



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
at < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐱃 (at, άλογο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

at (az)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
at < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική آت (at) < παλαιά τουρκική 𐱃 (at, άλογο)[1] < (κληρονομημένο) πρωτοτουρκική *at, *ăt (άλογο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

at (tr)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. at - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν