atmosfera

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: atmósfera

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (sq)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (eu)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (bs) θηλυκό



      ενικός         πληθυντικός  
atmosfera atmosfere

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (ca)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (hr) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (lt)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (ms)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌatmɔˈsfɛra/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (pl) θηλυκό

  1. η ατμόσφαιρα με τις έννοιες:
    • αέρια μάζα που περιβάλλει έναν πλανήτη
    • (κατ επέκταση) αέρας που περιβάλλει ένα χώρο
    • ψυχική διάθεση που επικρατεί
    • (φυσική) μονάδα πίεσης



ενικός πληθυντικός
atmosfera atmosferas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (pt)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atmosfera (sr)