attente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
attente attentes

attente (fr) θηλυκό

  1. η αναμονή
  2. η προσδοκία, η προσμονή

Εκφράσεις

[επεξεργασία]