autocomplete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
autocomplete | autocompletes |
autocomplete (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]autocomplete (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- autocomplete στην αγγλική Βικιπαίδεια