avant-garde

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

avant-garde (en)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
avant-garde < avant, πριν, μπροστά + garde, φρουρά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.vɑ̃.ɡaʁd/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
avant-garde avant-gardes

avant-garde (fr) θηλυκό

  1. η εμπροσθοφυλακή
     συνώνυμα: éclaireur
  2. το αβανγκάρντ, η πρωτοπορία
     συνώνυμα: annonciateur, avancé, avant-coureur, expérimental, précurseur

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]