avarie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.va.ʁi/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
avarie avaries

avarie (fr) θηλυκό