bâillon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɑ.jɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bâillon bâillons

bâillon (fr) αρσενικό