badge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
badge badges

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

badge (en)

  • το σήμα, η κονκάρδα, μικρό αντικείμενο που φέρει παράσταση και το οποίο συνήθως καρφώνεται στο πέτο
    a round/metallic badge - στρογγυλό/μεταλλικό σήμα
    She’s not wearing her badge.
    Δε φοράει το σήμα της.
    name badges - ονομαστικές κονκάρδες
     συνώνυμα: button



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /badʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
badge badges

badge (fr) αρσενικό