balustrade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
balustrade balustrades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

balustrade (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
balustrade balustrades

balustrade (fr) θηλυκό